φωτοχημικός

φωτοχημικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοχημεία (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φωτοχημικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτοχημεία 2. φρ. «φωτοχημική αντίδραση» χημ. κάθε τύπος χημικής διεργασίας που διεγείρεται με την απορρόφηση υπέρυθρης, ορατής ή υπεριώδους φωτεινής ακτινοβολίας. επίρρ... φωτοχημικώς και φωτοχημικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”